- καταναλίσκομαι
- κατανᾱλίσκομαι , καταναλίσκωuse uppres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαναλίσκω — Α [ἀναλίσκω] 1. ξοδεύω εκ τών προτέρων 2. μτφ. χάνω τη ζωή μου πριν από την ώρα μου («φειδώ... ἐγίγνετο ἐπ εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», Θουκ.) 3. παθ. προαναλίσκομαι (για το νερό) καταναλίσκομαι από πριν … Dictionary of Greek
σπλαγχνεύω — Α [σπλάγχνα] 1. τρώω τα σπλάγχνα τού σφαγίου μετά από τη θυσία («ἐπὴν... λύπῇ θύοντας καὶ σπλαγχνεύειν ἐπιθυμῇ», Αριστοφ.) 2. μαντεύω από τα σπλάγχνα τών σφαγίων («ἐσπλάγχνευον ἀναφθεγγόμεναι νίκην τοῑς οἰκείοις», Στράβ.) 3. (το παθ.)… … Dictionary of Greek